- ἑκατόμπεδον
- ἑκατόμπεδοςa hundred feet longmasc/fem acc sgἑκατόμπεδοςa hundred feet longneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκατόμπεδος — ἑκατόμπεδος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήκος εκατό ποδών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑκατόμπεδον α) αρχαϊκός ναός τής Αθηνάς στην Ακρόπολη τής Αθήνας β) ναός στη Δωδώνη … Dictionary of Greek